6/2022 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Μη καταβολή αποδοχών απασχολουμένου. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Απαιτείται αναφορά του χρόνου κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, των μηνιαίων τακτικών και έκτακτων αποδοχών, το ποσού που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο, έναντι αυτών, ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι αποδοχές στον εργαζόμενο και εάν το ύψος αυτών και ο χρόνος καταβολής τους οριζόταν από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από έθιμο. Επί εργοδότη νομικού προσώπου απαιτείται αναφορά των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος, σε αυτό, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Αναιρεί την 1524/2020 ΠΛΗΜΜ ΑΘ.

                                 Αριθμός 6/2022

                         ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. ……….. του ……..κατοίκου Αθηνών και 2. ………..του ……..κατοίκου ……… Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ`αριθ. ΖΤ1524/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 14 Ιανουάριου 2021 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22.01.2021, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …./2021 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …./2021.

 Αφού άκουσε

 Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση, να επιβληθούν τα έξοδα στους αναιρεσείοντες και τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

                                ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη από 14-1-2021 δήλωση (αίτηση) των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: α) ………….του ….., κατοίκου Αθηνών (οδός ………αρ. ….), και β) ………… του ……..κατοίκου ……….. Αττικής (οδός ……..αρ. …), η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 22-1-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …./22-1-2021), για αναίρεση της υπ’ αρ. 1524/19-10-2020 απόφασης του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε καθέναν από τους αυτούς (αναιρεσείοντες -κατηγορουμένους), ύστερα από την αναγνώριση στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για την πράξη της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και αποζημίωσης αποδοχών αδείας, ασκήθηκε νομοτύπως (άρθρο 473 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.) και εμπροθέσμως, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Πρωτοδικείου, την 30-11-2020, ήδη όμως είχαν ανασταλεί οι νόμιμες προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας του covid – 19 [άρθρα 474 παρ. 2 εδ. α’ και 4 του Κ.Ποιν.Δ., 84 του Ν. 4790/2021 (Φ.Ε.Κ. 48/31-3-2021, τεύχος πρώτο και η υπό στοιχεία Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 80189 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 5486/12-12-2020, τεύχος δεύτερο), καθώς και η υπό στοιχεία Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 1293/8-1-2021 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 30/8-1-2021, τεύχος δεύτερο)], είναι δε παραδεκτή, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου από το δικαστήριο που εξέδωσε αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση), καθώς και στην έλλειψη ακρόασης. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί για το βάσιμο των λόγων της.

 II. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 του Ν. 3996/2011, «1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α’ του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995,

 «1.Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιοσδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές ρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα».

 Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις (Α.Π. 1157/2020). Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο (Α.Π. 135/2019).

 Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρεία, και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης (Α.Π. 948/2020). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

 III. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΖΤ 1524/19-10-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι κατηγορούμενοι, ήδη αναιρεσείοντες, καταδικάσθηκαν για την πράξη της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και αποζημίωσης αποδοχών αδείας, αφού δε αναγνωρίστηκε στο πρόσωπό τους η ελαφρυντική περίσταση της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ.), επιβλήθηκε σε βάρος καθενός αυτών του ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Το ως άνω δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. ΖΤ 1524/19-10-2020 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: «Με την υπ’ αρ. 2272/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ έφεση της υπ’ αριθ. 3030/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι κατηγορούμενοι – εκκαλούντες καταδικάσθηκαν για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 3996/2011, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή. Καθόσον αφορά ιδίως τη μηνύτρια ………, οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν επειδή δεν της κατέβαλαν, έως την 8-6-

2017, δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από Ιούνιο 2016 έως Σεπτέμβριο του 2016, συνολικού ποσού 14.000 ευρώ (ήτοι 3.500 X 4 μήνες). Οι εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, ότι το ένδικο χρονικό διάστημα ή τμήμα του συμπίπτει με το ανωτέρω χρονικό διάστημα, για το οποίο εκδόθηκε ήδη η υπ’ αριθ. 2279/2019 απόφαση. Ωστόσο, το ένδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, είναι το χρονικό διάστημα από τον μήνα Νοέμβριο του 2015 έως τον Ιανουάριο του 2016 και αφορά δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος αυτού, συνολικού ποσού 11.513,66 ευρώ. Επομένως διαφέρει τόσο το χρονικό διάστημα όσο το ποσό των αποφάσεων που εκδόθηκαν εις βάρος των κατηγορουμένων, ήτοι της υπ’ αριθ. 2279/2019 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, στο περιεχόμενο της οποίας στηρίζεται ο ισχυρισμός περί εκκρεμοδικίας και της εκκαλουμένης, η οποία (εκκαλουμένη) αφορά προγενέστερο χρονικό διάστημα και διαφορετική οφειλή. Κατόπιν αυτών ο ισχυρισμός περί εκκρεμοδικίας, ο οποίος αφορά την οφειλή των εκκαλούντων προς την εκ των μηνυτών………είναι αναληθής και απορριπτέος. Καθ’ όσον αφορά την κατηγορία εις βάρος των εκκαλούντων, τούτη αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας, δοθείσης και της καταθέσεως της μηνύτριας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και των ισχυρισμών της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, οι οποίοι αφορούν έτερα ζητήματα πλην της αρνήσεως της ουσίας της κατηγορίας. Οι εκκαλούντες, έστω και αν τυπικά δεν ασκούσαν τη διοίκηση της εταιρείας “………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, έστω δηλαδή και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η θητεία τους, του μεν ……….. ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, του δε ………… ως αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, δεν επεκτάθηκε πέραν της 30-6-2014 ή του έτους 2015, το ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο καθιστά άνευ αντικειμένου τον ισχυρισμό αυτόν, είναι ότι οι εκκαλούντες συνέχισαν να ασκούν αυτοί οι ίδιοι την πρότερη επιχειρηματική τους και να είναι οι ίδιοι οι αποφασίζοντες για τις εταιρείας, αφού η εταιρεία ήταν δικών τους δραστηριότητα υποθέσεις της συμφερόντων κατά ποσοστό 87% του μετοχικού της κεφαλαίου.

 Άλλωστε λειτουργούσαν παράλληλα και τη συνδεδεμένη εταιρεία “………”, του αυτού αντικειμένου, η οποία ήταν συμφερόντων τους, έχοντας ως μεγαλομέτοχο τον εκ των κατηγορουμένων …… και δη κατά ποσοστό 90%. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι …». Ακολούθως το ως άνω δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, για το ότι: «Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 Ν. 3996/2011 κατά τις οποίες “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”.

 Συγκεκριμένα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι – ήτοι ο ………. ως Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος και ο ……….. ως Αντιπρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της εταιρείας ………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. “……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ”) που εδρεύει στην Αθήνα επί της Λεωφ. ……. αρ. …, αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή ως υπάλληλο τους: την ………. από 5-1-1988 και εντεύθεν, δεν κατέβαλαν σε αυτήν, καίτοι υποχρεούντο ως εργοδότες, τα κάτωθι χρηματικά ποσά που έχουν ως εξής: ………… ποσό 11.513,66 € που αφορά: -δεδουλευμένες αποδοχές (μισθοί) από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, ποσού 3.500,00 € – δώρο Χριστουγέννων 2015, ποσού 3.645,66 € – αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2015, ποσού 4.368,00 €, αν και της τα όφειλαν, συνεπεία της σχέσης εργασίας ως αποδοχές της αντίστοιχης κατηγορίας». Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II νομική σκέψη, αφού δεν εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/1945, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι, περαιτέρω δε στέρησε την απόφαση και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) μολονότι η ως άνω επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται ως έχουσα εταιρική μορφή και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρεία, δεν προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει 2) η ιδιότητα και η θέση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία, και το χρονικό διάστημα που την κατείχαν, δεδομένου ότι η ανώνυμη εταιρεία κατά το νόμο (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο,αλλά αναφέρεται, μόνο, ότι ο μεν πρώτος, …………., ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία …….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (δ.τ. ……….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ”), ο δε δεύτερος, …………. αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και επίσης διευθύνων σύμβουλός της, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ούτε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι είχαν τις ανωτέρω ιδιότητες, χωρίς να διευκρινίζεται από που προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της προαναφερόμενης εταιρείας από τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους και η υποχρέωση αυτών προς καταβολή των αποδοχών της εργαζομένης στην ως άνω εταιρεία …………, καθόσον ενώ στο σκεπτικό έχει την παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι εν τοις πράγμασι εξακολούθησαν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της ΑΕ και μετά την 30-6-2014, ακόμη και αν δεν επεκτάθηκε πέραν της ημερομηνίας αυτής ή του έτους 2015 η εξουσία για εκπροσώπηση της εν λόγω εταιρείας, στο διατακτικό τους κηρύσσει ενόχους με τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, χωρίς να διευκρινίζει τελικά πώς απέκτησαν τις ιδιότητες αυτές και για ποιο χρονικό διάστημα τις κατείχαν, και μάλιστα, αν τις κατείχαν κατά το κρίσιμο διάστημα β) δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λπ.), των μηνιαίων αποδοχών της άνω εργαζομένης, και γ) δεν αναφέρεται ο χρόνος που όφειλαν να καταβάλουν τις καθυστερούμενες αποδοχές (δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα εορτών Χριστουγέννων και έλεγχος, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των πρόπαρατεΘεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους ο αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι προβάλλουν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμοι.

 IV. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, αφού παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών αναιρετικών αιτιάσεων, ως αλυσιτελών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΖΤ 1524/19- 10-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο

519 του Κ.Ποιν.Δ.).

                                ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αρ. ΖΤ 1524/19-10-2020 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2021.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουάριου 2022.

                  Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.

Newsletter Updates

Enter your email address below to subscribe to our newsletter

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

en_GBEnglish