784/2020 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Καταδίκη για μη καταβολή αποδοχών. Ποινική ευθύνη εργοδότη, και δη Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ και Αντιπροέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Υπέρβαση εξουσίας. Αιτίαση περί υπέρβασης εξουσίας, καθ’ όσον οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για μη καταβολή αποδοχών σε εργαζόμενο μέχρι τον Ιούνιο του 2017, ενώ η ασκηθείσα εναντίον τους ποινική δίωξη αφορούσε μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016. Απορριπτέα η αιτίαση, αφού ο εργαζόμενος ανέφερε κατά την προκαταρκτική εξέταση ότι του οφείλονται αποδοχές μέχρι και την ημερομηνία εξέτασής του εντός του 2017, ενώ στο συνταχθέν κατηγορητήριο ρητά αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι δεν του κατέβαλαν δεδουλευμένες αποδοχές μέχρι τον Ιούνιο του 2017. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Πλην της ένστασης εκκρεμοδικίας δεν κατατέθηκε άλλο δικόγραφο αυτοτελών ισχυρισμών. Ελαφρυντικές περιστάσεις, και δη πρότερος σύννομος βίος και μη ταπεινά αίτια. Τα εν λόγω ελαφρυντικά προβλήθηκαν εντελώς αορίστως, αφού έγινε επίκληση μόνο της διάταξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.

Αριθμός 784/2020

                           ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                      Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου, Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 04 Μαρτίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων … του …, κατοίκου …) και … του .., κατοίκου …), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ευαγγέλου Δουκάκη, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΖΤ 2272/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 04.11.2019 και με αριθμό πρωτ. ../5.11.2019 αίτησή τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2019.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των κατηγορουμένων – νυν αναιρεσειόντων που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

                                        ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: η από 04.11.2019 και κοινοποιηθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 05.11.2019 αίτηση των …, κατοίκου … και …, κατοίκου …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΖΤ 2272/2019 δευτεροβάθμιας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ν.3996/2011, “1.Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν.3904/2010 (Α 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.” Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 του ΑΝ.690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2336/1995, “1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο από αυτές ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, το οποίο έχει θεσπιστεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει, ότι κατ` εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις οι οποίες απέχουν χρονικά μεταξύ τους, προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους δηλαδή με ενότητα δόλου του δράστη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρία, και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Περαιτέρω, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου ο νόμος αρκείται στη συνδρομή απλού (κοινού) δόλου.

Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ` αριθμ. ΖΤ 2272/2019 αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, όλα τα έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθησαν, κατά λέξη, τα εξής: “οι κατηγορούμενοι στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργούντες, με πρόθεση παρέβησαν το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν.3996/2011, κατά τις οποίες “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν.3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Συγκεκριμένα ο … του … ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο …. του … ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, της εταιρείας με την επωνυμία “… ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και διακριτικό τίτλο “… ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή:

1) τον … ως υπάλληλο, δεν κατέβαλαν σ` αυτόν μέχρι και την 8.6.2017, το συνολικό ποσό των 82.800,00 €, που αφορά:

– δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1.12.2014 έως Ιούνιο ταυ έτους 2017, συνολικού ποσού 69:000,00 € (ήτοι 2.300,00 Χ 30 μήνες),

– δώρα Χριστουγέννων, δώρα Πάσχα και επιδόματα αδείας που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, συνολικού ποσού 13.800,00 €.

2) την … ως υπάλληλο, δεν κατέβαλαν σ` αυτήν μέχρι και της 8.6.2017, δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από Ιούνιο του έτους 2016 μέχρι Σεπτέμβριο του έτους 2016, συνολικού ποσού 14.000,00 € (ήτοι 3.500,00 Χ 4 μήνες).

Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο … του … ήταν Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο … του … ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, της ως άνω εταιρείας και ως εκ τούτου είχαν την εξουσία εκπροσώπησης αυτής και με την ιδιότητά τους αυτή:

Α] απασχόλησαν τον … ως υπάλληλο γραφείου (με αντικείμενο την υλοποίηση μελετών και ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων για λογαριασμό κυρίως δημόσιων αλλά και ιδιωτικών φορέων) από 1.3.2005 αρχικά με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκώς ανανεούμενες και από 2.1.2006 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί 8ωρο ημερησίως. Ο συμφωνημένος συμβατικός μισθός ανερχόταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε 2.300 ευρώ μηνιαίως. Παρά το ότι ο ως άνω εργαζόμενος προσέφερε ανελλιπώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες του, οι κατηγορούμενοι (με τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους) καθυστερούσαν ήδη από τον Φεβρουάριο 2014 την καταβολή του οφειλόμενου μισθού και από την 4.6.2015 αρνήθηκαν να αποδέχονται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του και έτσι περιήλθαν σε υπερημερία εργοδότη. Με τον τρόπο αυτό δεν κατέβαλαν στον ως άνω εργαζόμενο μέχρι και την 8.6.2017, το συνολικό ποσό των 82.800,00 €, που αφορά:

– δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1.12.2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, συνολικού ποσού 69.000,00 € (ήτοι 2.300,00 Χ 30 μήνες).

– δώρα Χριστουγέννων, δώρα Πάσχα και επιδόματα αδείας που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, συνολικού ποσού 13.800,00 €.

Τα ποσά αυτά έπρεπε να καταβληθούν στον εργαζόμενο, με βάση τη σύμβαση εργασίας και το νόμο, την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα που οφείλονταν (για τις δεδουλευμένες αποδοχές), κατά την έναρξη της άδειας για το επίδομα αδείας, την 21-12 εκάστου έτους για το δώρο Χριστουγέννων και την Μεγάλη Τετάρτη εκάστου έτους για το δώρο Πάσχα.

Β] απασχόλησαν την … ως λογίστρια από 5.1.1988 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί 8ωρο ημερησίως. Ο συμφωνημένος συμβατικός μισθός ανερχόταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε 3.500 ευρώ μηνιαίως. Παρά το ότι η ως άνω εργαζόμενη προσέφερε ανελλιπώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες της, οι κατηγορούμενοι (με τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους) καθυστερούσαν ήδη από τον Φεβρουάριο 2014 την καταβολή του οφειλόμενου μισθού και από τον Ιούνιο 2015 αρνήθηκαν να, αποδέχονται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της και έτσι περιήλθαν σε υπερημερία εργοδότη. Με τον τρόπο αυτό δεν κατέβαλαν στην ως άνω εργαζόμενη μέχρι και την 8.6.2017, δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από Ιούνιο του έτους 2016 μέχρι Σεπτέμβριο του έτους 2016, συνολικού ποσού 14.000,00 € (ήτοι 3.500,00 Χ 4 μήνες). Τα ποσά αυτά έπρεπε να καταβληθούν στην εργαζόμενη, με βάση τη σύμβαση εργασίας και το νόμο, την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα που οφείλονταν (για τις δεδουλευμένες αποδοχές).

Επομένως πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις ως άνω πράξεις, όπως αναφέρεται στο διατακτικό.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους – νυν αναιρεσείοντες και επέβαλε στον καθένα συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών και συνολική χρηματική ποινή τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτούς ενόχους του ότι στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργούντες, με πρόθεση παρέβησαν το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν.3996/2011, κατά τις οποίες “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν.3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Συγκεκριμένα ο … του … ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο …. του … ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, της εταιρείας με την επωνυμία “… ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και διακριτικό τίτλο “… ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή:

1) τον … ως υπάλληλο, δεν κατέβαλαν σ` αυτόν μέχρι και τις 8.6.2017, το συνολικό ποσό των 82.800,00 €, που αφορά:

– δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1.12.2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, συνολικού ποσού 69.000,00 € (ήτοι 2.300,00 Χ 30 μήνες).- – δώρα Χριστουγέννων, δώρα Πάσχα και επιδόματα αδείας που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από Απρίλιο του έτους 2014 έως Ιούνιο του έτους 2017, συνολικού ποσού 13.800,00 €.

2) την … ως υπάλληλο, δεν κατέβαλαν σ` αυτήν μέχρι και τις 8.6.2017, δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από Ιούνιο του έτους 2016 μέχρι Σεπτέμβριο του έτους 2016, συνολικού ποσού 14.000,00 € (ήτοι 3.500,00 Χ 4 μήνες).” Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται στον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της παράβασης του πιο πάνω Ν.3996/2011, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14,16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α`, 27 παρ. 1, 45, 51, 53, 57, 79, 80, 94 παρ. 1, 98 του ΠΚ, και του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν.3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του Α.Ν.690/1945, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, προσδιορίζονται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, α) ο χρόνος, κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας εκάστου εκ των εργαζομένων (για τον … “…από 1.3.2005 αρχικά με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκώς ανανεούμενες και από 2.1.2006 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί 8ωρο ημερησίως έως 8.6.2017…” και για την … “…από 5.1.1988 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί 8ωρο ημερησίως έως 8.6.2017…”), β) οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές εκάστου εκ των εργαζομένων (για τον … “…Ο συμφωνημένος συμβατικός μισθός ανερχόταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε 2.300 ευρώ μηνιαίως…” και για την … “…Ο συμφωνημένος συμβατικός μισθός ανερχόταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε 3.500 ευρώ μηνιαίως…”), γ) ο χρόνος, κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τους κατηγορουμένους αποδοχές στους εργαζομένους [όσον αφορά αμφοτέρους τους εργαζομένους “(για τις δεδουλευμένες αποδοχές) έπρεπε να καταβληθούν, με βάση τη σύμβαση εργασίας και το νόμο, την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα που οφείλονταν”, όσον αφορά δε τον πρώτο εργαζόμενο … “(για το επίδομα αδείας) κατά την έναρξη της άδειας, (για το δώρο Χριστουγέννων) την 21-12 εκάστου έτους και (για το δώρο Πάσχα) την Μεγάλη Τετάρτη εκάστου έτους…”] και δ) το συνολικό οφειλόμενο ποσό σε ένα έκαστο των εργαζομένων, “…στον … δεν κατέβαλαν μέχρι και τις 8.6.2017, το συνολικό ποσό των 82.800,00 €, και στην … δεν κατέβαλαν μέχρι και τις 8.6.2017, το συνολικό ποσό των 14.000,00 €…”. Περαιτέρω, προσδιορίζεται η εταιρική μορφή του εργοδότη “ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “… ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και διακριτικό τίτλο “… ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε.”, καθώς και η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχαν οι κατηγορούμενοι στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, “…Συγκεκριμένα ο … του .. ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο .. .. του .. ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, της εταιρείας…”. Τέλος, όσο αφορά στο δόλο των κατηγορουμένων, (εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προβλέπεται ούτε άμεσος ούτε υπερχειλής δόλος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη), δεν ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός (δόλος) ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε η αιτιολογία περί του δόλου στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή τους, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικά το ως άνω έγκλημα. Εν όψει των ανωτέρω οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` τρίτος και τέταρτος λόγοι της από 4.11.2019 αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 28 Ν.3996/2011, καθώς και του άρθρου μόνου παράγραφος 1 του ΑΝ.690/1945, διότι ειδικότερα δεν αιτιολογείται ο δόλος, είναι αβάσιμοι.

ΙΙ.Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολομ. Α.Π. 3/2005, 1/2008). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ. ενδεικτικά αναφέρει μόνο μερικές περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, και γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο για θετική υπέρβαση εξουσίας, για το λόγο ότι, ενώ η ασκηθείσα εναντίον τους ποινική δίωξη, σύμφωνα με το κατηγορητήριο και την υπ` αρ. 5795/17.10.2016 μηνυτήρια αναφορά του ΣΕΠΕ, αφορούσε μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών από τον Απρίλιο του 2014 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, εν τούτοις με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν ένοχοι για μη καταβολή αποδοχών στον εργαζόμενο, …, μέχρι τον Ιούνιο του 2017, όσο και για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, για το λόγο ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, καθόσον δεν απεφάνθη επί της ένστασης εκκρεμοδικίας της δεύτερης παθούσας, που πρόβαλαν αμφότεροι οι παθόντες στο ακροατήριο και η οποία δεν αφορούσε μόνο τον εργαζόμενο, …, αλλά και τη δεύτερη εκ των μηνυτών εργαζόμενη, …, για μη καταβολή αποδοχών για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο του 2014. Οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες στηρίζουν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμες. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, ο εργαζόμενος …, στην από 8.6.2017 ένορκη εξέτασή του ενώπιον του 25ου Πταισματοδίκη Αθηνών, κατά την διεξαχθείσα προκαταρκτική εξέταση κατέθεσε, ότι του οφείλονται αποδοχές μέχρι την ημερομηνία εξέτασής του, προσέτι δε στο από 5.12.2017 συνταχθέν κατηγορητήριο ρητά αναφέρεται, ότι οι κατηγορούμενοι, αν και απασχόλησαν τον ως άνω εργαζόμενο δεν του κατέβαλαν δεδουλευμένες αποδοχές μέχρι τον Ιούνιο του 2017, οπότε το Δικαστήριο της ουσίας, όπως ήταν υποχρεωμένο, αποφάνθηκε επί της συγκεκριμένης αυτής κατηγορίας εντός των ορίων της εξουσίας του, την οποία δεν υπερέβη (θετικά). Περαιτέρω δε, με την προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών στην εργαζόμενη …, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 και όχι για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2014 έως τον Νοέμβριο του 2014, το οποίο αφορούσαν οι εκκρεμείς ποινικές διώξεις, στις οποίες στηριζόταν η προβληθείσα ένσταση εκκρεμοδικίας, οπότε το παραπάνω Δικαστήριο ουδόλως υπερέβη (αρνητικά) την εξουσία του παραλείποντας να αποφανθεί επί της εν λόγω αλυσιτελούς ενστάσεως.

Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` Κ.Ποιν.Δ., πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 Κ.Ποιν.Δ., η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά, για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140 έως 144 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδ. α` του αυτού Κώδικα, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην παρ. 2 εδ. α` του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώριση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ` αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια, ότι τα συνταχθέντα πρακτικά συνεδρίασης αποτελούν το μόνο επίσημο αποδεικτικό στοιχείο για όσα έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρίαση και ασκούν επιρροή, προκειμένου να ελεχθούν οι ενέργειες των διαδίκων και του δικαστηρίου, καθώς και ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, τόσο κατά τις θετικές βεβαιώσεις τους, ότι τηρήθηκε κάποια διατύπωση, όσο και ως προς την έλλειψη διατύπωσης, η τήρηση της οποίας δεν βεβαιούται σ` αυτά, με επακόλουθο δηλώσεις, αυτοτελείς ισχυρισμοί κλπ, που δεν έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά να θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Επίσης (προκύπτει), ότι οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώρηση στα πρακτικά οποιασδήποτε δήλωσης και την επανόρθωση κάθε παράλειψης μέχρι το πέρας της διαδικασίας, καθώς και να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, υπό την προϋπόθεση να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καθιερώνεται από το προμνημονευόμενο άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντίθετα ενισχύεται, αφού η καταχώρηση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά, τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους (Ολ.ΑΠ 2/2005). Εξάλλου, αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ.2) και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως, η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά, δηλαδή, κατά τρόπο ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, συνιστών νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα κατά της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ή μη νόμιμο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως των κατηγορουμένων, πλήττεται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω έλλειψης ακροάσεως (αρθρ. 171 παρ.2 ΚΠοινΔ), διότι το Δικαστήριο της ουσίας, αφενός δεν απάντησε στην ένσταση εκκρεμοδικίας, που προέβαλε η συνήγορός τους και για την εργαζόμενη … και αφετέρου δεν έλαβε καθόλου υπόψη του τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που υποβλήθηκαν εγγράφως δια σχετικού δικογράφου εκ μέρους της ιδίας συνηγόρου τους και αναπτύχθησαν προφορικώς, η πρώτη (ένσταση εκκρεμοδικίας) στις 13.12.2018, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για κρείσσονες και οι δεύτεροι (αυτοτελείς ισχυρισμοί) στις 24.6.2019, χωρίς να προσδιορίζουν το περιεχόμενο των αυτοτελών ισχυρισμών τους. Οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, τα οποία δεν διορθώθηκαν ούτε κρίθηκε ότι είναι πλαστά, προκύπτει ότι η συνήγορος των αναιρεσειόντων, πέρα από την ένσταση εκκρεμοδικίας για τον εργαζόμενο …., δεν κατέθεσε άλλη ένσταση αλλά ούτε και δικόγραφο άλλων αυτοτελών ισχυρισμών ούτε ανέπτυξε προφορικά το περιεχόμενο αυτών και, επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτούς. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

ΙV. Η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Η προβολή των αυτοτελών περί της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς επίσης να γίνεται και προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμον για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Όταν δε προτείνεται ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικού απαιτείται επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως που το προβλέπει ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ.2 του άρθρου 84 του ΠΚ με στοιχεία α` (πρότερος σύννομος βίος) και β` (μη ταπεινά αίτια). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία (πρακτικά) δεν διορθώθηκαν ούτε προσβάλλονται ως πλαστά και, επομένως, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά κατά το άρθρο 141 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., διαλαμβάνεται ότι μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής, η συνήγορος των αναιρεσειόντων έλαβε το λόγο και ζήτησε να αναγνωρισθούν ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. α` και β` ΠΚ. Όπως, όμως, προβλήθηκαν οι ισχυρισμοί αυτοί, ήταν παντελώς αόριστοι, αφού αναφέρονται επιγραμματικά οι εν λόγω ελαφρυντικές περιστάσεις μόνο με επίκληση της νομικής διάταξης που τις προβλέπει, χωρίς παντελώς να γίνεται επίκληση περιστατικών προς θεμελίωσή τους και, επομένως, κατά τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαιτήσει και μάλιστα με ειδική αιτιολογία, για να τους απορρίψει. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 578 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

                                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4 Νοεμβρίου 2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και έλαβε αριθ.πρωτ…../5.11.2019) των … του .., κατοίκου … και … του …, κατοίκου …, για αναίρεση της ΖΤ 2272/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Και Επιβάλλει στους αιτούντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Απριλίου 2020.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2020.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.

Newsletter Updates

Enter your email address below to subscribe to our newsletter

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

en_GBEnglish