135/2019 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Καταδίκη για μη καταβολή αποδοχών. Ποινική ευθύνη εργοδότη, και δη νομίμων εκπροσώπων (Προέδρος ΔΣ και Αντιπρόεδρος ΔΣ) ΑΕ. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λπ.). Ιδιότητα αναιρεσειόντων στην ΑΕ. Δεν αναφέρεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες είχαν τις ως άνω αναφερόμενες ιδιότητες και δεν διευκρινίζεται από πού προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας από τους αναιρεσείοντες. Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 294ΑΤ/2018 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τους ως άνω λόγους.

Αριθμός 135/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα και Γρηγόριο Κουτσοκώστα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. …. του .., κατοίκου … και 2. …. του …, κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ`αριθ. 294ΑΤ/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 11 Ιουνίου 2018 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19 Ιουνίου 2018, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 6545/19-6-2018 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 953/2018.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η με αριθ. 294ΑΤ/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου συντιθέμενου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α` και παρ. 2 του Ν. 3996/2011, “1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν”.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α` του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, “1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρία, και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του με αριθμό 294ΑΤ/2018, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ` είδος σ` αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, τα εξής: “…. οι κατ/νοι στις 29-12-2014, ως εργοδότες από κοινού και δη ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, με την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ και Δ/ντος Συμβούλου ο πρώτος, …. και του Αντιπροέδρου του ΔΣ ο δεύτερος, …., αν και απασχόλησαν ολόκληρο το έτος 2014 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τους παρακάτω υπαλλήλους με τις παρακάτω αναφερόμενες ειδικότητες, με πρόθεση δεν τους κατέβαλαν το δώρο Χριστουγέννων 2014 (μικτά ποσά) και συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν 1) στην …, βοηθό λογιστή, ποσό 1.650,54 €. 2) στον …., υπάλληλο γραφείου, ποσό 1.093,75`€. 3) στον …., υπάλληλο γραφείου, ποσό 2.395,75 €. 4) στην …., λογίστρια, ποσό 4.101,46 € και 5) στον …, βοηθό λογιστή, το ποσό των 1.559,81 €. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι κατέβαλαν τα οφειλόμενα ποσά στους κάτωθι υπαλλήλους 1) στην …, γραμματέα, το ποσό των 188,64 €. 2) στην Α. Κ., γραμματέα, το ποσό των 245,24 €. 3) στην …., γραμματέα, το ποσό των 198,06 €. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τους 1°, 2°, 3°, 4° και 8° των μαρτύρων κατηγορίας-

εργαζομένων και να κηρυχθούν αθώοι για τους λοιπούς”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 28 του Ν. 3996/2001 από κοινού κατά συρροή, για την οποία επέβαλε σε καθένα από αυτούς συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτούς ΑΘΩΟΥΣ για την 5η, 6η και 7η των μαρτύρων και ΕΝΟΧΟΥΣ για την 1η, 2°, 3°, 4η και 8° των μαρτύρων, του ότι: Στην Αθήνα στις 29-12-2014, ως εργοδότες από κοινού παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με την καταβολή των δεδουλευμένων και την αμοιβή περισσότερων εργαζομένων και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, με την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ και Δ/ντος Συμβούλου ο πρώτος και του Αντιπροέδρου του ΔΣ ο δεύτερος, αν και απασχόλησαν ολόκληρο το έτος 2014 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τους παρακάτω οκτώ υπαλλήλους με τις παρακάτω αναφερόμενες ειδικότητες, με πρόθεση δεν τους κατέβαλαν το δώρο Xριστουγένων 2014 (μικτά ποσά) και συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν: 1) στην . .., βοηθό λογιστή, ποσό 1.650,54 €, 2) στον …, υπάλληλο γραφείου, ποσό 1.093,75 €, 3) στον …, υπάλληλο γραφείου, ποσό 2.395,75 €, 4) στην …., λογίστρια, ποσό 4.101,46 €, 5) στην … …, γραμματέα, ποσό 188,64 €, 6) στην …, γραμματέα, ποσό 245,24 €, 7) στην …, γραμματέα, ποσό 198,06 €, 8) στον …., βοηθό λογιστή, ποσό 1.559,81 €”. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του ΑΝ 690/1945, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, στέρησε δε περαιτέρω την απόφαση και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) μολονότι η ως άνω επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται ως εταιρική και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρία, δεν προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα, το χρονικό διάστημα και η θέση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στην ως άνω ανώνυμη εταιρία, η οποία κατά το νόμο (άρθρ. 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αλλά αναφέρεται, μόνο, ότι ο μεν πρώτος, …, ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕ”, ο δε δεύτερος, …., αντιπρόεδρος αυτής (εταιρίας), χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ούτε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες είχαν την ανωτέρω ιδιότητα, ενώ, ακόμη, δεν διευκρινίζεται από που προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της ως άνω εταιρίας από τους αναιρεσείοντες και η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων εκ μέρους τους και β) δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας κλπ), των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων, με συνέπεια, εξαιτίας των παραπάνω ελλείψεων, να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠοινΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείοντες προβάλλουν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν τούτων, αφού παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών αναιρετικών αιτιάσεων, ως αλυσιτελών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 294ΑΤ/2018 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2018.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.

Newsletter Updates

Εισάγετε τη διεύθυνση email σας παρακάτω για να εγγραφείτε στο newsletter μας

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek