1893/2019 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Μη καταβολή αποδοχών. Ποινική ευθύνη εργοδότη, και δη νομίμων εκπροσώπων ΑΕ (Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου και Αντιπροέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου). Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Με σαφήνεια προσδιορίζεται ο χρόνος καταβολής στους εργαζομένους των δεδουλευμένων και οφειλόμενων αποδοχών τους. Σαφώς προσδιορίζονται οι μηνιαίες και μικτές αποδοχές για κάθε εργαζόμενο. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Πρότερος έντιμος βίος. Νέος ποινικός κώδικας και επιεικέστερη διάταξη του νέου ποινικού κώδικα ως προς το ελαφρυντικό του πρότερου  έντιμου βίου, αφού αξιώνει «νόμιμη» ζωή, έναντι της παλαιότερης διάταξης που αξίωνε το απροσδιόριστο κριτήριο της έντιμης ζωής, αξιώνοντας δηλαδή μη παραβίαση επιτακτικών και απαγορευτικών κανόνων δικαίου. Ως εκ τούτου, η απορριπτική αιτιολογία του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου (και ήδη σύννομου) βίου κρίνεται ελλιπής, δεδομένου ότι οι κατηγορούμενοι έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Μη ταπεινά αίτια. Αιτιολογημένη απόρριψη του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων, αφού οι κατηγορούμενοι επέλεξαν να εξοφλήσουν άλλους υπαλλήλους αφήνοντας ανεξόφλητους λοιπούς. Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. ΓΤ 2811/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την απορριπτική διάταξη του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου (σύννομου πλέον) βίου. Απορρίπτει κατά τα λοιπά αναίρεση.

Αριθμός 1893/2019

                                ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                          ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου, Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου και Σταματική Μιχαλέτου-

Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. … του …, κατοίκου … και 2. …. του …, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ`αριθ. ΓΤ2811/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ`αριθ.πρωτ. …../24-12-2018 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 155/2019.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο ως προς την μη αναγνώριση στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και συνακόλουθα και ως προς το ύψος της ποινής, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη υπ` αριθμ.14366/2019 από 24-12-2018 αίτηση αναίρεσης των:1)…. του …, κατοίκου …, (οδός …) και 2) …. του …, κατοίκου … (οδός …) για αναίρεση της υπ` αριθμόν ΓΤ 2811/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473§§1 και 3 εδ. α του ΚΠΔ, βιβλίο, στις 4-12-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με δήλωση των αναιρεσειόντων, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλαδή, από πρόσωπα που είχαν το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο. Επομένως, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462

§1, 464, 466 και 474§§1 και 510§1 στοιχ.Α, Δ,`Ε`και Θ` του ΚΠΔ και κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 28§§1 και του Ν.3996/2011, “κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 §§ 5 και 6 του Ν.3904/ 2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.” Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου §1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8§1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ` αυτό αθροιστικά ποινές κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας κάθε φύσης αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο από αυτή πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται αμέσως μόλις ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ` του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, το οποίο όμως πρέπει να περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο γενικός προσδιορισμός αυτών κατά το είδος τους και δεν απαιτείται η αναλυτική τους παράθεση ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης αιτιάσεις, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο, αφού στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση και το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης.

Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ` αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της προ-

αναφερθείσας διάταξης του ΑΝ 690/1945 στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του συγκεκριμένου εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος που διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες στον εργαζόμενο από τον κατηγορούμενο αποδοχές, καθώς και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, εάν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωση του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Επειδή δε το ως άνω έγκλημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών δεν απαιτεί άμεσο δόλο, ούτε επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, δηλαδή, δεν πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της σχετικής καταδικαστικής κρίσης ιδιαίτερη αιτιολογία του δόλου, αφού αυτή περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Τέλος, λόγο αναίρεσης κατ` άρθρο 510§1στοιχ.Ε` του ΚΠΔ, ιδρύει η περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που αυτή πράγματι έχει, όπως και η εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον κατά το ίδιο ως άνω άρθρο λόγο αναίρεσης, η οποία συντρέχει όταν το Δικαστήριο ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ή όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, αφού απέρριψε ως αβάσιμους κατ` ουσίαν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους πρόβαλλαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες περί αναγνώρισης στο πρόσωπο καθενός τούτων της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων της διάταξης του άρθρου 84§2 α και β του ΠΚ, κήρυξε αυτούς ένοχους της παράβασης του άρθρου 28§§1 του Ν.3996/2011, σε συνδυασμό, με τη διάταξη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 κατά συρροή και καταδίκασε καθένα από αυτούς, σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, ανασταλείσα για τρία (3) χρόνια.

Συγκεκριμένα το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ` αριθμ.ΓΤ- ΓΤ2811/2018 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ` είδος, αποδείχθηκαν, κατά τα αναγραφόμενα κατά λέξη στο σκεπτικό, τα ακόλουθα: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως και την απολογία των κατηγορουμένων, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι, οι κατηγορούμενοι στην …. κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014 έως την 10η Φεβρουαρίου του έτους 2015 με πρόθεση παρέβησαν τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σύμφωνα με την οποία κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν.3904/2010 (Α`218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή και με χρηματική ποινή τουλάχιστον [900,00] ευρώ. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι και δη ο πρώτος εξ αυτών …, υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο δεύτερος εξ αυτών … υπό την ιδιότητά του ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στην οδό …, οι οποίοι εκπροσωπούσαν και δέσμευαν την ως άνω εταιρία ενεργώντας και κατά μόνας, ήτοι αρκούσας και της υπογραφής οιουδήποτε εξ αυτών και οι οποίοι εκ της ως άνω εξουσίας εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρίας είχαν εξουσία πρόσληψης εργαζομένων και υποχρέωσης καταβολής σε αυτούς των αποδοχών τους αν και απασχόλησαν στην ανωτέρω επιχείρηση τους ως υπαλλήλους τους εγκαλούντες και δη : α) το …., ο οποίος προσελήφθη την 1.3.2005 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μεικτές αποδοχές 2.300 ευρώ, ήτοι καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.579,42 ευρώ, β) την …. η οποία προσελήφθη την 1.11.1999 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της βοηθού λογιστή και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μικτές αποδοχές 1.400 ευρώ, ήτοι με καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.041,89 ευρώ και γ) την … η οποία προσελήφθη την 5.1.1988 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της λογίστριας και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, ήτοι καθαρές μηνιαίες αποδοχές 2.123,79 ευρώ, ενεργώντας με πρόθεση δεν κατέβαλαν σε αυτούς μέχρι και την 10.2.2015 τις δεδουλευμένες τους αποδοχές που αφορούσαν στους μήνες Δεκέμβριο του έτους 2014 και Ιανουάριο του έτους 2015 και δη: α) για τον ως άνω … μεικτές αποδοχές ύψους 4.600 ευρώ (2 μήνες Χ 2.300 ευρώ), καθαρές αποδοχές 3.164,46 ευρώ (2 μήνες Χ 1.579,42 ευρώ), β) για την … μεικτές αποδοχές ύψους 2.800 ευρώ (2 μήνες Χ 1.400 ευρώ), καθαρές αποδοχές. 2.227,25 ευρώ (2 μήνες Χ 1.041,89) και γ) για την Κ. Ε. μεικτές αποδοχές ύψους 7.000 ευρώ (2 μήνες Χ 3.500 ευρώ), καθαρές αποδοχές 4.249,76 ευρώ (2 μήνες Χ 2.123,79 ευρώ), ως ήταν υπόχρεοι, εκ της ως άνω ιδιότητας τους. Ο ισχυρισμός των κατηγορούμενων ότι πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο τους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ επικαλούμενοι στην ως άνω πράξη τους δεν προέβησαν από ταπεινά κίνητρα αλλά από μεγάλη ένδεια καθόσον από το Μάιο του έτους 2012 η εταιρία της οποίας είναι νόμιμοι εκπρόσωποι άρχισε να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας υπερήμερων οφειλετών που δεν της έχουν εξοφλήσει τις αμοιβές της για τα εκ μέρους της αναληφθέντα και εκτελεσθέντα έργα και υπηρεσίες και ότι το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, την αιφνίδια διακοπή προκηρύξεων για δημόσια έργα και την εν γένει την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά της προκάλεσαν σοβαρή οικονομική αδυναμία με αποτέλεσμα από το έτος 2014 να έχει βρεθεί σε δεινή οικονομική κατάσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων των ως άνω δύο μηνών στους τρεις προαναφερόμενους εργαζόμενους οφειλόταν σε οικονομική δυσχέρεια της εν λόγω εταιρίας αλλά, ως κατέθεσαν όλοι οι εγκαλούντες, οι κατηγορούμενοι επέλεξαν συγκεκριμένους υπαλλήλους της εταιρίας τους οποίους και εξόφλησαν αφήνοντας ανεξόφλητους ορισμένους από εκείνους που κινήθηκαν νομικά, και οι οποίοι προέβησαν σε καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας και σε υποβολή εγκλήσεως προς διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων τους, ήτοι ενεργώντας οι κατηγορούμενοι με εμπάθεια προς το πρόσωπο τους. Το γεγονός αυτό εξάλλου επιβεβαιώνεται και από το ότι ενώ ως κατέθεσε η εξετασθείσα μάρτυρας υπεράσπισης αλλά και ως προκύπτει από τις αναγνωσθείσες 25 υπεύθυνες δηλώσεις εργαζομένων οι κατηγορούμενοι κατέβαλαν τόσο σε αυτή όσο και σε άλλους εργαζόμενους τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους έστω και με δόσεις, αντίστοιχη ενέργεια δεν έγινε έναντι των εγκαλούντων οι οποίοι απερίφραστα δήλωσαν ότι ουδέποτε τους έγινε τέτοια πρόταση εκ μέρους των κατηγορουμένων περί καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, έστω και με δόσεις, πρόταση την οποία και, ως ανέφεραν, θα αποδέχονταν αν τους γινόταν. Επιπλέον, οι δύο εγκαλούσες, οι οποίες εργάζονταν αμφότερες στο λογιστήριο της εταιρίας, κατέθεσαν επιπλέον μετά λόγου γνώσεως ότι η ως άνω εταιρία της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι ήταν οι κατηγορούμενοι προέβαινε σε συμβάσεις υπεργολαβίας με τρίτες εταιρίες στο μετοχικό σχήμα των οποίων μετείχαν οι κατηγορούμενοι προκειμένου τα χρήματα των εκάστοτε εργολαβικών αμοιβών της εταιρίας “… ΑΕ” να μην εμφανίζονται ως εισροές της εταιρίας αυτής αλλά των ως άνω τρίτων εταιριών με σκοπό την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των πιστωτών της εταιρίας “… ΑΕ”, ως είναι και οι εγκαλούντες. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως σε αυτούς του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως ως ουσιαστικά αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σε αυτούς του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ καθόσον από ουδέν στοιχείο αποδείχθηκαν περιστατικά από τα οποία ασφαλώς να συνάγεται, ότι αυτοί μέχρι της τελέσεως της πράξεως του έζησαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο ενόψει του γεγονότος ότι για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου δεν αρκεί η εκ μέρους του υπαιτίου μέχρι τότε που τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά της εργασίας του προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως του ιδίου και των μελών της οικογενείας του αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α` της §2 του άρθρου, 84 ΠΚ (ΑΠ 61/2017, 3/2017, τέτοια δε συγκεκριμένα θετικά περιστατικά δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν στην προκείμενη περίπτωση στο πρόσωπο των κατηγορουμένων ενώ δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτοί είχαν σημαντικές σπουδές, ότι εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους στους ασφαλιστικούς φορείς και στο Δημόσιο ότι δεν απασχόλησαν τις αρχές και έχουν λευκό ποινικό μητρώο και ότι έχουν δημιουργήσει οικογένεια και τέκνα. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι όπως κατηγορούνται.”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης, κατά πιστή αντιγραφή από το διατακτικό, του ότι: “Στην …, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Δεκέμβριο έτους 2014 έως την 10η Φεβρουαρίου του έτους 2015 με πρόθεση παρέβησαν τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σύμφωνα με την οποία κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν.3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή και με χρηματική ποινή τουλάχιστον [900,00] ευρώ. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι και δη ο πρώτος εξ αυτών …, υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο δεύτερος εξ αυτών … υπό την ιδιότητά του ως Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στην οδό …, οι οποίοι εκπροσωπούσαν και δέσμευαν την ως άνω εταιρία ενεργώντας και κατά μόνας, ήτοι αρκούσας και της υπογραφής οιουδήποτε εξ αυτών και οι οποίοι εκ της ως άνω εξουσίας εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρίας είχαν εξουσία πρόσληψης εργαζομένων και υποχρέωσης καταβολής σε αυτούς των αποδοχών τους αν και απασχόλησαν στην ανωτέρω επιχείρηση τους ως υπαλλήλους τους εγκαλούντες και δη : α) το …., ο οποίος προσελήφθη την 1.3.2005 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μεικτές αποδοχές 2.300 ευρώ, ήτοι καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.579,42 ευρώ, β) την, … η οποία προσελήφθη την 1.11.1999 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της βοηθού λογιστή και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μικτές αποδοχές 1.400 ευρώ, ήτοι με καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.041,89 ευρώ και γ) την … η οποία προσελήφθη την 5.1.1988 με σύμβαση εργασίας Αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της λογίστριας και με συμφωνηθείσες μηνιαίες μικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, ήτοι καθαρές μηνιαίες αποδοχές. 2.123,79 ευρώ, ενεργώντας με πρόθεση δεν κατέβαλαν σε αυτούς μέχρι και την 10.2.2015 τις δεδουλευμένες τους αποδοχές που αφορούσαν στους μήνες Δεκέμβριο του έτους 2014 και Ιανουάριο του έτους 2015 και δη: α) για τον ως άνω …. μεικτές αποδοχές ύψους 4.600 ευρώ (2 μήνες Χ 2.300 ευρώ), καθαρές αποδοχές 3.164,46 ευρώ (2 μήνες Χ 1.579,42 ευρώ), β) για την … μεικτές αποδοχές ύψους 2.800 ευρώ (2 μήνες Χ 1.400 ευρώ), καθαρές αποδοχές 2.227,25 ευρώ (2 μήνες Χ 1.041,89) και γ) για την … μεικτές αποδοχές ύψους 7.000 ευρώ (2 μήνες Χ 3.500 ευρώ), καθαρές αποδοχές 4.249,76 ευρώ (2 μήνες Χ 2.123,79 ευρώ), ως ήταν υπόχρεοι, εκ της ως άνω ιδιότητας τους”. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τις αναφερθείσες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε, χωρίς επιλεκτική εκτίμηση, τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 12, 26§ 1α, 27§1 και 94 του ΠΚ και 28§§1 του Ν.3996/2011, άρθρου μόνου §1 του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 §1 του Ν.2336/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αιτιολογείται µε πληρότητα ότι οι αναιρεσείοντες ο µεν …., µε την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, ο δε …. µε την ιδιότητα του Αντιπροέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας µε την επωνυμία “… ΑΕ”, προσέλαβαν, δυνάμει ισάριθμων συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τους ……. και …, κατά τους αναγραφόμενους στο διατακτικό για τον καθένα τούτων χρόνους και με τις επιμέρους ειδικότητες που παρατίθενται για τον καθένα, µε μηνιαίες αποδοχές μεικτές και καθαρές, που επίσης προσδιορίζονται και εξειδικεύονται για τον κάθε εργαζόμενο, όπως και τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, τις οποίες αν και ήσαν υποχρεωμένοι από τις συγκεκριμένες ως άνω συμβάσεις να καταβάλλουν σε καθένα τούτων, δεν κατέβαλαν εμπρόθεσμα, δηλαδή, μέχρι και την 10-2-2015, όπως όλα τα ως άνω στοιχεία αναφέρονται µε λεπτομέρεια για κάθε εργαζόμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι καμία αντίφαση δεν δημιουργείται, ούτε υπάρχει ασάφεια στην ως άνω απόφαση ως προς το χρόνο καταβολής στους εργαζόμενους των δεδουλευμένων και οφειλόμενων αποδοχών τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, αφού µε σαφήνεια προσδιορίζεται στο σκεπτικό της προσβαλλόµενης απόφασης ο χρόνος αυτός, που είναι η 10-2-2015. Τέλος, ως προς την επιμέρους αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η συνδρομή του στοιχείου του δόλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ενόψει των αναφερομένων σχετικά στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας και δεδομένου ότι με βάση τη νομοτυπική μορφή της αξιόποινης πράξης για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, δεν απαιτείται για την συγκρότηση της αντικειμενικής της υπόστασης άμεσος δόλος, ούτε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και συνεπώς ο δόλος, ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και κατά συνέπεια εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, εκτίθενται αναλυτικά στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά αυτά και η πραγμάτωσή τους εκ μέρους των αναιρεσειόντων, εµπεριέχεται σ` αυτή και η αιτιολογία της ύπαρξης του δόλου, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, ούτε να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Κατόπιν τούτων, οι θεμελιούμενοι στις διατάξεις του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξη και για έλλειψη νόμιμης βάσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Πέραν τούτων, η κατά τα ως άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1στοιχ. Δ`ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του κατηγορούμενου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84§2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ιδίου Κώδικα, ποινής, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 85 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου) Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία, “αν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις το Δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω, το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής. Τη συνδρομή δε των περιστάσεων αυτών το Δικαστήριο της ουσίας ερευνά και αυτεπαγγέλτως κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης. Εξάλλου, ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84§2 του ισχύοντος κατά τα προαναφερόμενα, από 1-7-2019 ΠΚ και η υπό στοιχ. α, που συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα και η υπό στοιχ. β που συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης,”. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι επήλθε με τον ισχύοντα από 1-7-2019 Ποινικό Κώδικα αλλαγή ως προς το κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης που αναφέρεται στο στοιχ. α της διάταξης, ενώ για τη συνδρομή της περίστασης του στοιχείου β. ουδεμία διαφοροποίηση υπήρξε. Έτσι, κριτήριο για την πρώτη περίπτωση καθίσταται πλέον η “σύννομη“ ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, αφού ο Δικαστής έχει τη δυνατότητα να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του ΚΠΔ. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 §2α)του ισχύοντος από 1-7-

2019 ΠΚ, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προισχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι “ο υπαίτος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προισχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου (ΑΠ 1466/2019). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αίτησής τους πλήττουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ισχυριζόμενοι ότι οι παραδεκτά προβληθέντες στο ακροατήριο αυτοτελείς ισχυρισμοί τους, περί αναγνώρισης της συνδρομής στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 §2 α` και β` του ΠΚ απορρίφθηκαν αναιτιολόγητα. Όπως όμως προκύπτει από την παρατεθείσα παραπάνω αιτιολογία, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της διάταξης του άρθρου 84§2 β ΠΚ απέρριψε αιτιολογώντας πλήρως την σχετική απορριπτική του κρίση, εκθέτοντας αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελίωσε αυτήν. Η απόρριψη όμως, του αυτοτελούς ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί αναγνώρισης στο πρόσωπό τους της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2 α ΠΚ, γενόμενη με την προπαρατεθείσα αιτιολογία, υπό το πρίσμα του επιεικέστερου νόμου, όπως στη σχετική μείζονα πρόταση αναπτύχθηκε, δεν είναι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά αντίθετα κρίνεται ελλιπής. Δεδομένου δε ότι από την αιτιολογία αυτή συνάγεται ευθέως ότι οι αναιρεσείοντες έχουν λευκό ποινικό μητρώο, πρέπει δεκτού γενομένου ως βάσιμου του τρίτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς την απόρριψη του συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού αυτών περί συνδρομής στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2α ΠΚ, να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου2§1 του ΠΚ και 511εδ.γ`του ΚΠΔ (Ν.4620/2019), περί του επιεικέστερου νόμου, που ισχύει από 1-7-2019, δηλαδή, μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τη διάταξή της για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από τους ίδιους Δικαστές εάν αυτό είναι δυνατόν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠΔ, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθμ. ΓΤ 2811/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη διάταξή της περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί συνδρομής στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2α του ΠΚ.

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της για νέα συζήτηση για νέα επιμέτρηση ποινής στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο αν είναι δυνατόν από τους ίδιους Δικαστές που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ` αριθμ. 14366/2019 από 24-12-2018 αίτηση αναίρεσης των:1) .. .. του …, κατοίκου …, (οδός …) και 2) …. του …, κατοίκου … (οδός …) για αναίρεση της παραπάνω απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2019.

   Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.

Newsletter Updates

Εισάγετε τη διεύθυνση email σας παρακάτω για να εγγραφείτε στο newsletter μας

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek