622/2023 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Μη καταβολή των αποδοχών εργαζομένου. Αποτελεί γνήσιο έγκλημα παράλειψης. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Ανεπαρκείς αιτιολογίες προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ως προς την ιδιότητα των αναιρεσειόντων στην εργοδότρια ΑΕ. Αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Υφίσταται παραβίαση αυτής, όταν, κατόπιν αναίρεσης απόφασης, το δικαστήριο της παραπομπής προσθέτει στην κατηγορία και καταδικάζει τους κατηγορούμενους και για έτερη εξακολουθητική πράξη, ως προς την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη με την πρωτόδικη απόφαση. Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο του άρθ. 64 ν. 4689/2020. Για την εφαρμογή της απαιτείται η ποινή φυλάκισης, διάρκειας μέχρι έξι μηνών, να έχει επιβληθεί με απόφαση, που έχει εκδοθεί έως την 27.5.2020, εφόσον αυτή δεν έχει καταστεί μέχρι τότε αμετάκλητη και η ποινή, επίσης μέχρι τότε, δεν έχει εκτιθεί.

Αναιρεί την ΖΤ 708/2022 ΠΛΗΜΜ ΑΘ (ΤΡΙΜ).

                                                                               Αριθμός 622/2023

                                                                     ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                                                                Z` Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Βάρκα, Ελευθέριο Σισμανίδη και Λεωνίδα Χατζησταύρου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 8 Μαρτίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σκιαδαρέση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. …… του ….., κατοίκου … και 2. …… του …., κατοίκου … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΖΤ708/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Δεκεμβρίου 2022 αίτησή τους, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 14.12.2022 και έλαβε αριθμό πρωτ. …../2022, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …./2023.

Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

                                                                   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 12-12-2022 με αριθμ. πρωτ. ……../14-12-2022 κοινή αίτηση των αναιρεσειόντων…… του ….., κατοίκου … και …… του ….., κατοίκου … που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΖΤ 708/2022 απόφασης του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α` του ΚΠΔ, επί ενδίκου μέσου που ασκήθηκε εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον λόγο αναίρεσης της απόφασης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του ΚΠΔ, καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και, ειδικότερα, είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, κυρίως με την αναγνώριση βαρύτερης ενοχής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή την καταδίκη για πράξη, για την οποία δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη ούτε έλαβε χώρα καταδίκη στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών της προσβαλλόμενης με το ένδικο μέσο απόφασης και της εκδιδόμενης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου (ΑΠ 1288/2022, ΑΠ 1025/2022). Κατά δε το άρθρο 524 του ίδιου Κώδικα (συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής), όπως τούτο ισχύει μετά τη τροποποίησή του από το άρ.161 του ν. 4855/12-11-2021, η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τα άρθρα 518 παρ.2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα. Επίσης, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 134 (παρ.1 εδάφ. α` και β`). Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση, που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470 (παρ.2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση που αναιρέθηκε ήταν δευτεροβάθμια, τότε με τη νέα μετ` αναίρεση (δεύτερη), επίσης δευτεροβάθμια, απόφαση δεν επιτρέπεται να καταστεί χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου, που είχε διαμορφωθεί τόσο με την πρωτοβάθμια, όσο και με την αναιρεθείσα (πρώτη) δευτεροβάθμια απόφαση. Επομένως, για την κατάφαση ή μη χειροτέρευσης συγκρίνονται αφενός μεν οι άνω δύο αποφάσεις, αφετέρου δε η μετ` αναίρεση (δεύτερη) δευτεροβάθμια απόφαση. Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου επέρχεται, μεταξύ άλλων, κατά τα ανωτέρω, όταν αυτός καταδικάζεται για πράξη, για την οποία δεν είχε ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό ή στην (πρώτη) δευτεροβάθμια απόφαση (ΑΠ 1502/2009, ΑΠ 594/2007), ή κηρύσσεται ένοχος για αυτοτελή πράξη ή μερικότερη πράξη του εξακολουθούντος εγκλήματος, για την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή το (πρώτο) δευτεροβάθμιο είχε κηρύξει απαράδεκτη την ασκηθείσα γι` αυτήν ποινική δίωξη (ΑΠ 874/2022, ΑΠ 273/2009) ή όταν δεν του χορηγείται ελαφρυντικό, που του είχε χορηγηθεί σε κάποια από τις προηγούμενες δίκες, ακόμη και αν του χορηγήθηκε άλλο ελαφρυντικό (ΑΠ 871/2020, ΑΠ 1037/2009), ενόψει και της ρύθμισης του άρθρου 85 ΠΚ, κατά το οποίο, επί συρροής περισσότερων λόγων μείωσης της ποινής, ελαττώνεται το κατώτερο όριο της κατά το άρθρο 83 ΠΚ μειωμένης ποινής, έστω και αν, εντέλει του επιβλήθηκε μικρότερη ποινή (ΑΠ 778/2015, ΑΠ 99/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει της πρωτόδικης υπ` αριθμ. 4007/2019 απόφασης του Γ` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, χωρίς ελαφρυντικό, για την πράξη της μη καταβολής από εργοδότη αποδοχών κατ` εξακολούθηση (άρθρ. 28 παρ. 1 ν. 3996/2011) μιας εργαζόμενης, της ……, ο καθένας σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών με τριετή αναστολή, ενώ κηρύχθηκε απαράδεκτη η σε βάρος αμφοτέρων όμοια σχετική ποινική δίωξη, που αφορούσε στον εργαζόμενο …… Οι εφέσεις αμφοτέρων των ήδη αναιρεσειόντων κατά του καταδικαστικού μέρους της απόφασης εκδικάσθηκαν από το Ζ` Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο με την υπ` αριθμ. 1524/2020 απόφασή του τους καταδίκασε για την πράξη της μη καταβολής από εργοδότη των αποδοχών μιας εργαζομένης (της …..), κατ` εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. ε` ΠΚ), σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, ομοίως ανασταλείσα. Η τελευταία αυτή απόφαση, κατόπιν αιτήσεων αναίρεσης των ήδη αναιρεσειόντων, αναιρέθηκε εξ ολοκλήρου με την υπ` αριθμ. 6/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Ε` ΚΠΔ. Ακολούθως, μετά την παραπομπή της υπόθεσης για νέα συζήτηση εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. ΖΤ 708/2022 απόφαση του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι για το αδίκημα της μη καταβολής από εργοδότη των αποδοχών δύο εργαζομένων (του ….. και της …..), κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή. Αφού δε αναγνωρίσθηκε σ` αυτούς το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α` ΠΚ), τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Ενόψει των προεκτεθέντων, είναι σαφές ότι το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, καθιστώντας χειρότερη τη θέση των κατηγορουμένων και παραβιάζοντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων (άρθρ. 468, 502 παρ.2 ΚΠΔ), με την προσθήκη ανεπίτρεπτα στην κατηγορία και δεύτερης πράξης εξακολουθητικής μη καταβολής από εργοδότη των αποδοχών εργαζομένου (του ….. και με την καταδίκη (το πρώτον) των κατηγορουμένων και για την πράξη αυτή, μολονότι, όπως προεκτέθηκε, η ποινική δίωξη σε βάρος τους, ως προς αυτόν τον εργαζόμενο, είχε κηρυχθεί απαράδεκτη με την πρωτόδικη υπ` αριθμ. 4007/2019 απόφαση του Γ` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επίσης, το ανωτέρω Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, με την αντικατάσταση του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, που είχε χορηγηθεί στους κατηγορουμένους από την υπ` αριθμ. 1524/2020 απόφαση του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με αυτό του πρότερου σύννομου βίου.

Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4689/2020, που τιτλοφορείται “Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο” και άρχισε να ισχύει από 27-5-2020, “1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. 2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. 3. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α, 235, 236, 237, 242, 259, 285, 358 και 390 του ΠΚ, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α 139), 3304/2005 (Α 16), του άρθρου 11 του ν. 4443/2016 (Α 232) και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α 42), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α 76)”. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση της, παρά τον νόμο, μη εφαρμογής του άρθρου 64 ν. 4689/2020, έτσι ώστε να παραγραφούν υφ` όρον οι ποινές φυλάκισης των 6 μηνών, που είχαν επιβληθεί στον καθένα εξ αυτών με την ως άνω (πρώτη) δευτεροβάθμια υπ` αριθμ. 1524/2020 απόφαση του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Όπως προεκτέθηκε, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 64 ν. 4689/2020 είναι η ποινή φυλάκισης, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, να έχει επιβληθεί με απόφαση, που έχει εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4689/2020, ήτοι μέχρι την 27-5-2020, εφόσον αυτή δεν έχει καταστεί μέχρι τότε αμετάκλητη και η ποινή, επίσης μέχρι τότε, δεν έχει εκτιθεί. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω, ήδη αναιρεθείσα, υπ` αριθμ. ΖΤ 1524/2020 απόφαση, που επέβαλε στους αναιρεσείοντες την ποινή φυλάκισης των 6 μηνών, δημοσιεύτηκε στις 19-10-2020, δηλαδή μετά την έκδοση του ν. 4689/2020 και, ακολούθως, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. ΖΤ 708/2022 απόφαση του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Συνεπώς, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, που κατ` ορθή εκτίμηση συνιστά αιτίαση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α` και παρ. 2 του ν. 3996/2011, “1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α` του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, “1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από τον νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο (ανά εβδομάδα, μήνα κλπ.) και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από τον νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρεία, και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρεία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης (ΑΠ 847/2022, ΑΠ 626/2022). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ, εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το ως άνω δικαστήριο (Ζ` Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών), με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. ΖΤ 708/2022 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “… στην …. κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 Ν. 3996/2011 κατά τις οποίες “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα-τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α`218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Συγκεκριμένα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι – ήτοι ο …. .. ως Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος και ο ….. ως Αντιπρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος- της εταιρείας “…” (δ.τ. “…”) που εδρεύει στην …. επί της … αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή ως υπαλλήλους τους: α. …. από 1-3-2005 και εντεύθεν και β. την ….. από 5-1-1988 και εντεύθεν, δεν κατέβαλαν σε αυτούς, καίτοι υποχρεούντο ως εργοδότες, τα κάτωθι χρηματικά ποσά που έχουν ως εξής για έκαστο εξ αυτών: ….. ποσό 7,124,52€ που αφορά: -δεδουλευμένες αποδοχές (μισθοί) από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, ποσού 2.300,00€ δώρο Χριστουγέννων 2015, ποσού 2.395,72€ αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2015, ποσού 2.428,80€, …….. ποσό 11.513,66€ που αφορά: -δεδουλευμένες αποδοχές (μισθοί) από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, ποσού δώρο Χριστουγέννων 2015, ποσού 3.645,66€ αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2015, ποσού 4.368,00€, αν και τους τα όφειλαν, συνεπεία της σχέσης εργασίαςως αποδοχές της αντίστοιχης κατηγορίας”. Με βάση δε τις παραπάνω παραδοχές, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες – κατηγορούμενους, κατά πιστή μεταφορά από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, του ότι: “Στην …. κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 Ν. 3996/2011 κατά τις οποίες “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα-τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α` 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Συγκεκριμένα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι – ήτοι ο ….. ως Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος και ο ….. ως Αντιπρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος – της εταιρείας “…” (δ.τ. “…”) που εδρεύει στην …. επί της … αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή ως υπαλλήλους τους: α. …… από 1-3-2005 και εντεύθεν και β. την …… από 5-1-1988 και εντεύθεν, δεν κατέβαλαν σε αυτούς, καίτοι υποχρεούντο ως εργοδότες, τα κάτωθι χρηματικά ποσά που έχουν ως εξής για έκαστο εξ αυτών: …. ποσό 7,124,52€ που αφορά: -δεδουλευμένες αποδοχές (μισθοί) από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, ποσού 2.300,00€ -δώρο Χριστουγέννων 2015 ποσού 2.395,73€ -αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2015, ποσού 2.428,80€ …… ποσό 11.513,66€ που αφορά: -δεδουλευμένες αποδοχές (μισθοί) από Νοέμβριο 2015 έως Ιανουάριο 2016, ποσού 3.500,00€ -δώρο Χριστουγέννων 2015, ποσού 3.645,66€ – αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2015, ποσού 4.368,00€, αν και τους τα όφειλαν, συνεπεία της σχέσης εργασίας ως αποδοχές της αντίστοιχης κατηγορίας”. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε ανωτέρω, αφού δεν εκθέτει σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του α.ν. 690/1945, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, περαιτέρω δε στέρησε την απόφαση και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) μολονότι η ως άνω επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται έχουσα εταιρική μορφή, ως ανώνυμη εταιρεία, δεν προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα και η θέση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία και το χρονικό διάστημα που την κατείχαν, δεδομένου ότι η ανώνυμη εταιρεία κατά το νόμο (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, που ενεργεί συλλογικά, αλλά αναφέρεται, μόνο, ότι ο μεν …. … ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία “…” (δ.τ. “…”), ο δε ….. αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και επίσης διευθύνων σύμβουλός της, χωρίς όμως να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι είχαν τις ανωτέρω ιδιότητες, ούτε διευκρινίζεται από πού προκύπτει η εξουσία τους να εκπροσωπούν την προαναφερόμενη εταιρεία και η υποχρέωση αυτών προς καταβολή των αποδοχών των εργαζομένων σ` αυτήν. Εν τέλει, δεν διευκρινίζεται αν αυτοί κατείχαν τις ως άνω θέσεις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα μη καταβολής των αποδοχών, καθόσον μάλιστα οι αναιρεσείοντες, με τους ισχυρισμούς τους, που είχαν προβάλει στο Δικαστήριο της ουσίας, όπως αυτοί καταχωρίσθηκαν στα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, εμφατικά ισχυρίσθηκαν ότι η τριετής θητεία τους στο διοικητικό συμβούλιο της ως άνω εταιρείας είχε λήξει στις 30-6-2014 και ότι έκτοτε, και καθ` όλο το χρονικό διάστημα, που υπήρχε υποχρέωση για την καταβολή των επίδικων αποδοχών, η εταιρεία εστερείτο διοίκησης, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, μόνο οι εν τοις πράγμασι διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας θα μπορούσαν να είναι οι εργοδότες και τα υποκείμενα τέλεσης του ως άνω αδικήματος (σχετ. ΑΠ 342/2018, AΠ 2256/2008 ), β) δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λπ.), των αποδοχών, που δεν καταβλήθηκαν και γ) δεν αναφέρεται ο χρόνος που όφειλαν να καταβάλουν τις καθυστερούμενες αποδοχές (δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα εορτών Χριστουγέννων και αποζημίωση αποδοχών αδείας), με συνέπεια, εξαιτίας των παραπάνω ελλείψεων, να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί τρίτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι προβάλλουν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμοι. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519, 522 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. ΖΤ 708/2022 απόφαση του Ζ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2023.

                                                    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.-Ε.Γ.

Newsletter Updates

Εισάγετε τη διεύθυνση email σας παρακάτω για να εγγραφείτε στο newsletter μας

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek